πρέσβης

πρέσβης
πρέσβα
august
fem gen sg (attic epic ionic)
πρέσβη
fem gen sg (attic epic ionic)
πρέσβις
ambassador
fem nom/voc pl (doric aeolic)
πρέσβυς
old man
masc nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρέσβης — ο, Ν βλ. πρέσβυς …   Dictionary of Greek

  • λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …   Dictionary of Greek

  • Λυκόρτας — (β’ μισό 3ου – α’ μισό 2ου αι. π.Χ.). Πολιτικός από τη Μεγαλόπολη. Ήταν γιος του Θεαρίδη. Το 192 π.Χ. ήταν ίππαρχος, το 189 π.Χ. πρέσβης στη Ρώμη και το 185 π.Χ. έγινε στρατηγός της Αχαϊκής συμπολιτείας. Το 183 π.Χ. οι Μεσσήνιοι σκότωσαν τον φίλο …   Dictionary of Greek

  • Ρεπνίν, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (1734 – 1801). Ρώσος πρίγκιπας, στρατιωτικός και διπλωμάτης. Το 1749 έγινε ανθυπολοχαγός και από το 1756 έως το 1763 πήρε μέρος στον Επταετή πόλεμο. Διετέλεσε πρέσβης στην Πρωσία (1762 63) και στην Πολωνία (1763 69), όπου μάλιστα πέτυχε τη σύναψη …   Dictionary of Greek

  • Список умерших в 2009 году — …   Википедия

  • Умершие в сентябре 2009 года — …   Википедия

  • αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • αλκίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός στη Θράκη (364 π.Χ.) και στον πόλεμο κατά του Φιλίππου B’. 2. Πρέσβης των Μακεδόνων στην Αθήνα το 338 π.Χ. 3. Ζωγράφος της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 4. Γιος του Αλκέτη, τριήραρχος το 326 323… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”